доконать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

доконать - translation to πορτογαλικά


доконать      
dar cabo de ; (погубить) perder , arruinar ; (свести в могилу) levar à cova

Ορισμός

доконать
сов. перех.
1) а) разг. Довести до тяжелого состояния; погубить.
б) Нанести большой вред, испортить, привести в негодность.
в) Поставить в трудное, безвыходное положение.
2) разг.-сниж. Быстро, кое-как завершить какую-л. работу.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για доконать
1. Всем вместе им удается доконать талантливого режиссера.
2. - И мы решили что-нибудь такое изобрести, чтобы их доконать!
3. Впечатление такое, что нас просто хотят доконать, возмущается пенсионер.
4. Поэтому закрыть сельские школы - значит окончательно доконать российскую деревню.
5. В кино же бесконечные дубли могут доконать кого угодно.